καγχαλώ — καγχαλῶ, άω και στον Ομ. όω (Α) 1. γελώ δυνατά και με χλευασμό, καγχάζω 2. γελώ από υπερβολική χαρά, χαίρομαι υπερβολικά, ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. σχηματισμένο πιθ. από ονοματοποιία. Από πολλούς συνδέεται με τα κακχάζω,… … Dictionary of Greek
καγχαλίζομαι — και καγχῶμαι, άομαι (Α) καγχαλῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. καγχαλῶ αποτελεί γλώσσα τού Ησύχ.: «καγχαλίζεται χαίρει, ἱλαρύνει»] … Dictionary of Greek
καγχάζω — (Α καχάζω και μτγν. τ. καγχάζω) 1. γελώ δυνατά, ηχηρά, χαχανίζω 2. γελώ κοροϊδευτικά, κοροϊδεύω, χλευάζω («ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά πιθ. με το καγχαλῶ] … Dictionary of Greek
καγχλάζω — (Α) καγχάζω («καγχλάζει ἀθρόως γελᾷ», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών καγχάζω + καγχαλώ αντί *καγχάλζω] … Dictionary of Greek
περικαγχαλώ — άω, Α γελώ για κάτι ή, κυρίως για ζώα, πηδώ εδώ κι εκεί από χαρά («μητέρας ἐκ βοτάνης ἔριφοι περικαγχαλόωντες πολλῇ γηθοσύνη... δέχονται», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καγχαλῶ «γελώ ηχηρά, καγχάζω»] … Dictionary of Greek